χασκογελώ

χασκογελώ
και χασκογελάω Ν
1. γελώ με το στόμα ανοιχτό κάνοντας πολύ θόρυβο
2. γελώ χωρίς να υπάρχει σημαντικός λόγος, χαχανίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάσκω + γελώ. Το ρ., στον λόγιο τ. τής μτχ. θηλ. χασκογελῶσα (μορφή), μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Άστυ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χασκογελώ — και χασκογελάω χαχανίζω, γελώ με θόρυβο και με ανοιχτό το στόμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γελώ — ( άω) (AM γελῶ, άω, Α και γελόω και γέλαιμι) 1. εκφράζω με γέλιο τη χαρά μου ή ικανοποίηση, ειρωνεία, σαρκασμό κ.λπ. (α. «γέλασα με την καρδιά μου» β. «δακρυόεν γελάσασα» γέλασε με μάτια δακρυσμένα, για την Ανδρομάχη, Όμ.) 2. (για πράγματα)… …   Dictionary of Greek

  • κιχλίζω — (Α, Μ κιχλάζω) 1. χασκογελώ, χαχανίζω («πολλαὶ συμπαίσδειν με κόραι τὰν νύκτα κέλονται, κιχλίζοντι δὲ πᾶσαι», Θεόκρ.) 2. τρώω τσίχλες, καλοτρώω, καλοπερνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κίχλα] …   Dictionary of Greek

  • χασκογελάω — (σπάν. χασκογελώ) βλ. πίν. 68 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • καγχάζω — ασα, αμβ. 1. γελώ ηχηρά και πλατιά, χαχανίζω, χασκογελώ. 2. γελώ σαρκαστικά ή περιφρονητικά, χλευάζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαχανίζω — χαχάνισα, γελώ με θόρυβο, χασκογελώ: Τι χαχανίζεις όλη την ώρα; …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”